σπιθαμιαῖος

σπιθαμιαῖος
σπῐθᾰμ-ιαῖος, α, ον,
A a span long, broad, etc., Hp.Art.72, Arist.HA630a33, Pol.1326a40, Plb.6.22.4, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπιθαμιαίος — α, ο / σπιθαμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει το μήκος ή το ύψος μιας σπιθαμής νεοελλ. μτφ. ο υπερβολικά βραχύσωμος, ο πολύ κοντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπιθαμή + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δακτυλ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • σπιθαμιαίος — α, ο 1. κοντός. 2. αυτός που έχει μήκος ή ύψος μιας πιθαμής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπιθαμιαίων — σπιθαμιαῖος a span long fem gen pl σπιθαμιαῖος a span long masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπιθαμιαίοις — σπιθαμιαῖος a span long masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπιθαμιαίου — σπιθαμιαῖος a span long masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπιθαμιαίους — σπιθαμιαῖος a span long masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπιθαμιαίῳ — σπιθαμιαῖος a span long masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπιθαμιαία — σπιθαμιαίᾱ , σπιθαμιαῖος a span long fem nom/voc/acc dual σπιθαμιαίᾱ , σπιθαμιαῖος a span long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπιθαμιαίας — σπιθαμιαίᾱς , σπιθαμιαῖος a span long fem acc pl σπιθαμιαίᾱς , σπιθαμιαῖος a span long fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημισπιθαμιαίος — ἡμισπιθαμιαῑος, α, ον (Α) αυτός που έχει έκταση μισής σπιθαμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σπιθαμιαίος] …   Dictionary of Greek

  • παλαμιαίος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλάμη 2. αυτός που έχει το μήκος ή τις διαστάσεις μιας παλάμης, σπιθαμιαίος 3. (κατ επέκτ.) πολύ χαμηλός 4. φρ. «παλαμιαία τόξα» ονομασία δύο αρτηριακών τόξων τής παλάμης, τού επιπολής και τού εν τω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”